- αμφιπολώ
- ἀμφιπολῶ (-έω) (Α) [ἀμφίπολος](μεταγενέστερος τύπος τού ἀμφιπολεύω, συνήθως στον ενεστώτα ή αόριστο)1. βρίσκομαι γύρω από κάτι, περιστοιχίζω, ακολουθώ2. προσέχω, φροντίζω, φυλάσσω3. ασχολούμαι με κάτι4. περιποιούμαι, μεταχειρίζομαι με τρυφερότητα5. ακολουθώ, υπηρετώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.