αμφιπολώ

αμφιπολώ
ἀμφιπολῶ (-έω) (Α) [ἀμφίπολος]
(μεταγενέστερος τύπος τού ἀμφιπολεύω, συνήθως στον ενεστώτα ή αόριστο)
1. βρίσκομαι γύρω από κάτι, περιστοιχίζω, ακολουθώ
2. προσέχω, φροντίζω, φυλάσσω
3. ασχολούμαι με κάτι
4. περιποιούμαι, μεταχειρίζομαι με τρυφερότητα
5. ακολουθώ, υπηρετώ κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιπόλῳ — ἀμφίπολος busied about masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… …   Dictionary of Greek

  • μύρω — (ΑΜ μύρω) (συν. το μέσ.) μύρομαι α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.) β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον (μσν. αρχ.) στάζω αρχ. (για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”